- ετεροκατάληκτος
- -η, -ο(για ποιητ. στίχ.) αυτός που έχει διαφορετική κατάληξη, ο ανομοιοκατάληκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -κατάληκτος (< καταλήγω, πρβλ. α-κατάληκτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Μεγδάνη].
Dictionary of Greek. 2013.